ξεδιαλαίνω

ξεδιαλαίνω
και ξεδιαλιαίνω
(σχετικά με όνειρο) α) εξηγώ, ερμηνεύω
β) επαληθεύομαι, πραγματοποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπλασμ. τ. τού ξεδιαλύνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”